Καφενείο-ταβέρνα "ο Κάκιας"
Εγώ στο τραπέζι και ο Βασίλης όρθιος στην αυλή του καφενείου, όταν άρχισε να φτιάχνεται |
Η μέρα μουντή, άχρωμη κάνει τον κύκλο της χωρίς να έχει
τίποτα ιδιαίτερο να δώσει. Μια τέτοια μέρα κάποτε ο ουρανός γέμιζε χρώματα, παιδικές
φωνές, και γέλια 'σχίζαν τον αέρα. Σήμερα κλεισμένοι οι περισσότεροι στα σπίτια μας
κοιτάμε από το παράθυρο τη ζωή να περνάει μην έχοντας όρεξη να την κυνηγήσουμε.
Η μέρα δεν θυμίζει τίποτα από γιορτή….
Καθισμένη στο σαλόνι
κοιτούσα από το τζάμι της μπαλκονόπορτας το δρόμο, τον κάμπο που απλώνεται σαν
χαλί από κάτω μου και σε δευτερόλεπτα η ταινία του χρόνου διπλώνει ανάποδα και
αρχίζει δειλά δειλά να παίζει ένα έργο χρόνια πριν, τότε που η χαρά ήταν το
κυρίαρχο στην ψυχή, τότε που η ευθύνη και οι έγνοιες και ότι σου χαλάει τον
ύπνο δεν είχε αγγίξει ακόμα τις ζωές μας. Τι περίεργα παιχνίδια σου κάνει όμως το
μυαλό! Αναμνήσεις που τις είχες από χρόνια κλειδωμένες καλά στο χρονοντούλαπο στις
βγάζει στιγμές ανύποπτες και σε οδηγούν θες δε θες αντιμέτωπο με τον εαυτό σου,
τον πόνο, την απώλεια, την αγάπη!
Στη γειτονιά μου, μια πόρτα που λένε μας χώριζε (άντε για
την ακρίβεια ένα μικρό δρομάκι) ήταν το καφενείο-ταβέρνα «ο Κάκιας», αλλά για
μένα εκεί ήταν οι κολλητοί μου, τα γειτονόπουλα που μεγαλώσαμε μαζί σαν
αδέρφια. Όταν μας έψαχναν οι μανάδες μας κοιτούσαν να δουν που είναι η Νίκη,
εκεί είναι και ο Βασίλης και το αντίστροφο. Με το Βασίλη είχαμε λίγες μέρες
διαφορά, ο αδερφός μου με τον αδερφό του επίσης, μόνο τα στερνοπούλια μας, οι
μικρές μας αδερφές χάλασαν τη συνταγή και γεννήθηκαν με ένα χρόνο διαφορά η μία
από την άλλη.
Κάθε μέρα μαζί, από την ώρα που ξυπνούσαμε μέχρι την ώρα που
σουρούπωνε και μας μάζευαν οι μανάδες μας με το ζόρι για ύπνο.
Το καφενείο ήταν για μας ο τόπος συνάντησης, το παιχνίδι μας,
όλη μας η ζωή. Όταν ο καιρός δεν το επέτρεπε να βγούμε έξω η συνάντηση ήταν μέσα
στο καφενείο σε ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάκι. Το παίζαμε και μεις τότε μεγάλοι,
στρώναμε την τράπουλα και κάναμε πως παίζουμε «ξερή». Και δώσ' του φωνές και
τσιρίγματα γιατί όλο και κάποιος έκλεβε, όλο και κάποιος τσινούσε γιατί έχανε…
Ο γνωστός «τσινιάρης» της παρέας ήταν ο Βασίλης. Δεν μπορούσε ποτέ να δεχτεί
ότι έχανε και κάποιος άλλος ήταν καλύτερος. Τον είχανε πάρει όλοι, τον έρμο,
στο ψιλό μόλις καταλάβανε το χούι του. Είχαμε γίνει τα «πιόνια» των θαμώνων,
χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε, για να πειράζουν τον Βασίλη. Ακόμα και ο
πατέρας του ο Κάκιας τον τσιγκλούσε και όλοι γελούσαμε γιατί την εφευρετική
αντίδραση του θυμού του. Ναι, εφευρετική, γιατί κάθε φορά έβρισκε καινούργιο
πρωτότυπο τρόπο για να τον εκφράσει. Μια φορά που παίζαμε τάβλι τουρνουά και
είχε φτάσει στην τελική ευθεία ο Βασίλης με τον
αδερφό μου το Δημήτρη, έχασε! Ωχ μανούλα μου!
Στην αρχή κοίταξε μια γύρω του, ήταν 5-6 μεγάλοι και
παρακολουθούσαν το παιχνίδι πίνοντας το καφεδάκι τους, μετά κοίταξε εμάς και
στο τέλος το τάβλι έτοιμος να εκραγεί. Δεν λέει τίποτα και κινάει προς τα μέσα.
Τότε άρχισαν όλοι το δούλεμα-κυρίως οι μεγάλοι, γιατί είπαμε ο Βασίλης είχε
γίνει το θέατρό τους- δεν μπορούσε κανένας να διανοηθεί ότι ένα τόσο δυνατό
παιχνίδι θα τελείωνε έτσι χωρίς γέλια. Και δωσ' του λοιπόν φιτιλιές «Και καλά σε
κέρδισε ο Δημήτρης που είναι και μικρότερος και δεν είναι τόσο καλός όσο εσύ»
και δωσ' του παρ' το ο Βασίλης φούντωσε και όσο φούντωνε και ήταν έτοιμος να σκάσει
κοκκίνιζε και όσο κοκκίνιζε τόσο φοβόμασταν μην μας πάρει και στο κυνηγητό για
ξύλο. Όλοι τον δουλεύαμε αλλά λίγοι έτρωγαν το ξύλο, κυρίως οι πιο αδύναμοι. Και
μην σκεφτεί κανείς ότι η πιο αδύναμη ήμουν εγώ επειδή ήμουν κορίτσι, γιατί
πλανάστε πλάνην οικτράν. Εμένα με φώναζαν για να δείρω, όχι να με δείρουν
κιόλας! Αν είναι δυνατόν!. Τον αδερφό μου και τον αδερφό του εννοούσα ως πιο
αδύνατους… Τι κάνει λοιπόν ο αφιλότιμος. Άρχισε να βρίζει και να ουρλιάζει
διάφορες βρισιές και κατηγόριες ότι δήθεν ήταν στημένο και δώσ' του οι άλλοι
αντιλογία και από τα πολλά νεύρα και την έκρηξη τρέχει στην αποθήκη, παίρνει τη
βαριά και έρχεται με φόρα και το χέρι σηκωμένο ψηλά με τη βαριά έτοιμος για
επίθεση. Φοβηθήκαμε όλοι-πάει τρελάθηκε! Οι κύριοι τώρα που τον κοροϊδεύανε
τρομαγμένοι από το θυμό που προκάλεσαν σε ένα παιδί και φοβούμενοι μην γίνει
κανένα κακό όρμηξαν να τον κρατήσουν. Ο Βασίλης ουρλιάζοντας και απειλώντας τους
ξεφεύγει και φτάνει στο τραπέζι του τουρνουά. Αρπάζει το τάβλι το πετάει κάτω
και πηδώντας πάνω στο ξύλινο κουτί του, προσπαθεί να το σπάσει. Έπειτα με τη
βαριά σπάει ένα ένα τα πούλια μέχρι και τα ζάρια. Τόση μανία είχε, τόση τρέλα!
Το καφενείο όμως «Ο Κάκιας» δεν ήταν μόνο το παιχνίδι μας,
ήταν και η διασκέδαση του χωριού για πολλά χρόνια, είχε μεγάλη αυλή, καλό μεζέ
για το τσιπουράκι, καλό φαγητό τα Σαββατοκύριακα! Και εννοείται γιορτές όπως οι
Απόκριες πάντα στολισμένο απ’ άκρη σ’ άκρη (φορτωμένο θα έλεγα όπως ήταν όλα τα
μαγαζιά εκείνες τις εποχές) και γεμάτο από καρναβάλια να χορεύουν να πίνουν και
να διασκεδάζουν μέχρι πρωί. Ήταν η καλύτερή μας, γιατί ήταν οι μόνες βραδιές
που μπορούσαμε να ξενυχτάμε οι 4 καλοί φίλοι μαζί (ακόμα δεν είχαν ξεπεταχτεί
τα μικρά μας) χωρίς να μας πρήζουν να πάμε για ύπνο.
Στην γειτονιά μου ήμασταν 4 παιδιά τότε, 3 αγόρια και 1
κορίτσι εγώ και όλη μου η συμπεριφορά
ήταν αγορίστικη, αφού έπαιζα μόνο με αγόρια. Ακόμα και από τους άλλους γειτονικούς
μαχαλάδες να έρχονταν να παίξουμε όλα αγόρια ήταν. Οπότε οι Απόκριες ήταν κάτι
ξεχωριστό για μένα, γιατί έρχονταν και άλλες φίλες μου από το σχολείο στο πάρτι
του Κάκια και επιπλέον ήταν η μόνη φορά του χρόνου (άντε και άλλη μία στην
Ανάσταση) που ντυνόμουν και στολιζόμουν και βαφόμουν όπως κάνει ένα καθωσπρέπει
κορίτσι.